-
1 λιμήν
λιμήν, ένος, ὁ, Hafen, Bucht, von ὅρμος, der eigentlichen Anfurth im Innern des Hafens, unterschieden, Il. 1, 432 ff., λιμένες, νηῶν ὄχοι, Od. 5, 404, ναύλοχοι, 4, 846, öfter; im plur., λιμένες πάνορμοι, auch 13, 195, wo wie bei Eur. El. 439 Mel. 521, vgl. auch Soph. Phil. 924 u. überall in Prosa, der plur. für den sing. steht; Pol. 10, 1, 1 u. öfter. Uebertr., Sammelplatz, wo von allen Seiten Etwas, wie im Hafen die Schiffe, zusammenkommt, πολὺς πλούτου λιμήν, Aesch. Pers. 246, wie Eur. Or. 1077; vgl. Soph. βοῆς δὲ τῆς σῆς ποῖος οὐκ ἔσται λιμήν, O. R. 420; παντὸς οἰωνοῦ λ., Ant. 987, und δυςκάϑαρτος Ἅιδου λιμήν, ib. 1270. – Zufluchtsort, wie auch wir Hafen sagen, κοὐδαμοῦ λιμὴν κακῶν, Aesch. Suppl. 466; ἑταιρείας λ., Soph. Ai. 668; οὗτος γὰρ ἁνὴρ λιμὴν πέφανται τῶν ἐμῶν βουλευμάτων, Eur. Med. 769; sp. D.
См. также в других словарях:
ποιος — ποια, ποιο / ποῑος, ποία, ποῑον, ΝΜΑ και ιων. τ. κοῖος, η, ον, Α (ερωτ. αντων.) χρησιμοποιείται στις ερωτηματικές προτάσεις προκειμένου από την απάντηση να δηλωθεί: 1. η ταυτότητα προσώπου, τόπου ή πράγματος (α. «ποιος ρώτησε;, Εγώ» β. «ποιος… … Dictionary of Greek